- ογδονταριά
- και ογδοηνταριά, η [ογδόντα]φρ. «καμιά ογδονταριά» — περίπου ογδόντα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ογδονταριά — η σύνολο ογδόντα μονάδων ή πραγμάτων, αλλ. ογδοντάδα, η … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ογδοηνταριά — η βλ. ογδονταριά … Dictionary of Greek
ογδοντάδα — η σύνολο ογδόντα μονάδων, αλλ. ογδονταριά, η: Πήρα μιαν ογδοντάδα από το λαϊκό λαχείο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)